- τρωκτικός
- -ή, -ό / τρωκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τρώκτης]αυτός που κόβει κάτι με τα δόντια του, που τό ροκανίζεινεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το τρωκτικόμτφ. τρώκτης, καταχραστής2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. βλ. τρωκτικάμσν.-αρχ.αυτός που τρώει κάτι με λαιμαργία, αδηφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.